Το Matinée de Septembre (ή Πρωινό Σεπτέμβρη) φιλοτεχνήθηκε κατά τη διάρκεια τριών καλοκαιριών και ολοκληρώθηκε το 1912. Ο Πωλ Σαμπάς εξέθεσε για πρώτη φορά τον πίνακα στο Παρισινό Σαλόν το 1912, όπου κέρδισε ένα βραβείο αλλά δεν προκάλεσε καμία αίσθηση. Τον επόμενο χρόνο ο πίνακας παρουσιάστηκε στο παράθυρο μιας γκαλερί στο Σικάγο. Το πρόσεξε ο δήμαρχος του Σικάγο, Κάρτερ Χάρισον ο νεότερος, ο οποίος μήνυσε τον ιδιοκτήτη της γκαλερί για απρέπεια. Το αποτέλεσμα της ακροαματικής διαδικασίας, την οποία κέρδισε ο έμπορος τέχνης, έκανε διάσημο το Matinée de Septembre.
Δύο μήνες μετά την ολοκλήρωση της δίκης του Σικάγο ο Άντονυ Κόμστοκ, ένας αυτόκλητος σταυροφόρος κατά της "ανηθικότητας", απείλησε έναν έμπορο τέχνης στη Νέα Υόρκη, επειδή εξέθετε τον πίνακα στο παράθυρό του. Ο Κόμστοκ, ωστόσο, δεν υλοποίησε ποτέ την απειλή του προβαίνοντας σε νομικές ενέργειες. Ο Χάρυ Ράιχενμπαχ ισχυρίστηκε ότι επεσήμανε στον Κόμστοκ την ύπαρξη του πίνακα ως μέρος ενός συμβολαίου για λογαριασμό της στοχοποιημένης γκαλερί, αλλά ο ισχυρισμός του αμφισβητήθηκε. Αντίγραφα του πίνακα σε λιθογραφίες πωλούνταν για περισσότερο από μια δεκαετία, παρατείνοντας την επιτυχία, που ακολούθησε το σκάνδαλο.
Εντέλει, οι κριτικοί χαρακτήρισαν τον πίνακα κιτς. Θεώρησαν ότι χρειαζόταν περισσότερα ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά στοιχεία, όπως αντιθέσεις, συγκροτημένες γραμμές κι ένα αξιόλογο θέμα. Ωστόσο, το Matinée de Septembre δεν στερήθηκε ποτέ θαυμαστών και αντίγραφα της εικόνας πωλούνται ακόμα σε καρτ ποστάλ και ανατυπώσεις.