Περιστασιακά αποκαλούμενη Φρίντα Κάλο της Ινδίας (κυρίως λόγω της επιφανειακής ομοιότητας του προσώπου παρά της τέχνης της), η Αμρίτα Σερ-Χυλ γεννήθηκε το 1913 από έναν πατέρα Σιχ Πουντζάμπι και μια μητέρα Ουγγρο-Εβραία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής ηλικίας στη Βουδαπέστη, αλλά μετακόμισε στην Ινδία το 1921 και άρχισε να ζωγραφίζει σε ηλικία οκτώ ετών. Μετά από μια σύντομη θητεία σε μια σχολή τέχνης στη Φλωρεντία το 1923, επέστρεψε στην Ινδία τον επόμενο χρόνο και έμεινε εκεί μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια. Στη συνέχεια, έπλευσε στην Ευρώπη με τη μητέρα της για να εκπαιδετεί ως ζωγράφος στο Παρίσι. Αρχικά επηρεασμένη από Ευρωπαίους ζωγράφους όπως ο Σεζάν και ο Γκογκέν, το έργο της Νέα Κορίτσια το 1932 την οδήγησε να γίνει η μοναδική και η νεότερη Ασιάτισσα (!) που εξελέγει Συνέταιρος του Μεγάλου Σαλονιού στο Παρίσι το 1933. Επέστρεψε στην Ινδία το 1934.
Μεγάλωσα στη Βομβάη (όπως ήταν τότε) στην Ινδία τη δεκαετία του '50 και του '60 και οι μόνοι δύο Ινδοί ζωγράφοι που είχα ακούσει ήταν η Αμρίτα Σερ-Χυλ και ο Μ. Φ. Χουσάιν. Αισθανόμουν πάντα μια έλξη στο έργο της παρά στο πιο αφηρημένο του Χουσάιν, αλλά χωρίς να ξέρω το γιατί. Τώρα που είμαι πολύ μεγαλύτερος, πιστεύω ότι μπορεί να οφείλεται στο εξαιρετικό της υπόβαθρο και τη δύναμη του χαρακτήρα που χρειαζόταν για να γίνει διάσημη ζωγράφος - τόσο ως Ινδή, όσο και ως γυναίκα. Ειδικά σε μια εποχή που η ινδική κοινωνία ήταν πολύ πιο συντηρητική και οι Ινδοί ήταν υπό βρετανική κυριαρχία, η δύναμη και η ιστορία της λάμπουν μέσα από την ήσυχη αυτοπεποίθησή της στη δουλειά της.
Ενώ μου αρέσει και η προηγούμενη δουλειά της - ένα σχετικά ευρωπαϊκό στιλ και όχι υπερβολικά ινδικό - για μένα μόνο όταν άρχισε να εξερευνά ινδικά θέματα δημιούργησε έργο, το οποίο τη διαφοροποίησε πραγματικά από οποιονδήποτε άλλο. Τα ταξίδια της στην Ινδία ενίσχυσαν την ταύτισή της με τη δεινή θέση των γυναικών και είναι ιδιαίτερα των γυναικών του χωριού, οι οποίες αποτελούν το επίκεντρο της νεότερης τέχνης της. Μου αρέσει ιδιαίτερα η Ομάδα τριών κοριτσιών, η πρώτη της δουλειά μετά την επιστροφή της στην Ινδία, επειδή η εστίαση είναι φιλική και πέφτει αποκλειστικά στις ίδιες τις γυναίκες, χωρίς να δίνεται χώρος σε γλάστρες ή χαλάκια ή τοίχους (όπως συχνά γινόταν στους άλλους ινδικούς πίνακες της), τα οποία αποσπούν την προσοχή του θεατή από το να αναλογιστεί το τι σκέφτονται αυτές οι τρεις γυναίκες και τι συμβαίνει στη ζωή τους. Πέθανε στη Λαχόρη το 1941 για λόγους που είναι ασαφείς, αφήνοντας μας να αναρωτηθούμε πόσα περισσότερα θα μπορούσε να μας είχε αφήσει αν της είχε δοθεί η ευκαιρία.
- Μάικλ Άντερσον